- ένια
- ἔνια (Α)επίρρ. βλ. ἔνιοι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔνια — ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ενία Νεβία — (1ος αι. μ.Χ.). Σύζυγος του αρχηγού των πραιτοριανών, Μάκρωνα, επί αυτοκρατορίας Τιβέριου (14 37 μ.Χ.). Υπήρξε ερωμένη του Καλιγούλα, ο οποίος, στην προσπάθειά του να ανέλθει στον θρόνο, της υποσχέθηκε πως θα την παντρευόταν αν έπειθε τον σύζυγό… … Dictionary of Greek
Καὶ συμμανῆναι δ’ἔνια δεῖ. — καὶ συμμανῆναι δ’ἔνια δεῖ. См. Делу время, потехе час … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
-ένιος, -ένια, -ένιο — κατάληξη επιθέτων, που δηλώνει ότι το πράγμα που προσδιορίζεται από τέτοιο επίθετο αποτελείται από την ύλη που δηλώνει το επίθετο ή έχει την ιδιότητα αυτής της ύλης: Σιδερένιος στύλος. – Ατσαλένια νεύρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαφειρένιος — ένια, ένιο (Μ ζαφειρένιος, ένια, ένιο) 1. ο στολισμένος με ζαφείρια 2. αυτός που μοιάζει με ζαφείρι ή έχει το χρώμα τού ζαφειριού («ζαφειρένιος ουρανός», Καρκβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαφείρι + κατάλ. ενιος (πρβλ. ασημ ένιος, χρυσαφ ένιος)] … Dictionary of Greek
ἐνιαὐτοῦ — ἐνιᾱϋ̱τοῦ , ἐν ἀυτέω cry imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) ἐνιαϋ̱τοῦ , ἐν ἀυτέω cry pres imperat mp 2nd sg (attic) ἐνιαϋ̱τοῦ , ἐν ἀυτέω cry imperf ind mp 2nd sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιᾶνες — ἐνιᾶ̱νες , ἐν ἄνω 1 accomplish imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίας — ἐνίᾱς , ἔνιοι some fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνίασιν — ἐνίᾱσιν , ἔνειμι sum pres ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνι' — ἔνια , ἔνιοι some neut nom/voc/acc pl ἔνιαι , ἔνιοι some fem nom/voc pl ἔνιο , ἐνίημι send in aor imperat mid (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)